Τάγκο
Το τάγκο,[2] από τα Ισπανικά, είναι είδος μουσικής (σε ρυθμό 2/4 ή 4/4) και αντίστοιχου χορού. Το τάγκο γεννήθηκε, ήκμασε και ακμάζει ακόμη στην περιοχή του Ρίο δε λα Πλάτα, δηλαδή στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη αλλά και διαδόθηκε σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Η Ισπανική λέξη tango ετυμολογείται πιθανόν από την γλωσσική οικογένεια Niger-Congo της Δυτικής Αφρικής και είναι συγγενής με την λέξη tamgu (χορός/χορεύω) της γλώσσας Ibibio αυτής της οικογένειας[3].
|
Ιστορία και εξέλιξη
Χρονολογικός Πίνακας
Μουσική | Τραγούδι | Χορός | |
---|---|---|---|
πριν το 1900 | Πρώϊμο τάγκο | Πρώϊμο τάγκο | Πρώϊμο τάγκο |
1900-1920 | Μεταβατική περιοδος ωρίμανσης | Από τα κωμικά θέματα στην ποίηση | Η χορευτική ταγκομανία διαδίδεται σε όλον τον κόσμο |
1920-1935 | Μουσικοί με κλασσική παιδεία παίζουν κομμάτια που δεν είναι κατ' ανάγκη χορευτικά | Κυριαρχούν διάσημοι τραγουδιστές (προπάντων ο Carlos Gardel) χωρίς προσανατολισμό στον χορό | Καθώς η μουσική είναι ακατάλληλη, λιγότεροι άνθρωποι χορεύουν |
1935-1955 Η χρυσή εποχή | Η μουσική στρέφεται προς τον χορό | Καλοί στιχουργοί γράφουν τραγούδια για τραγουδιστές που είναι μέρος της ορχήστρας | Το χορευτικό τάγκο ωριμάζει και κυριαρχεί στο Μπουένος Άϊρες |
1955-1983 Τα σκοτεινά χρόνια | Οι χορευτικές ορχήστρες παρακμάζουν, o Astor Piazzolla συνθέτει σημαντικά έργα που όμως δεν χορεύονται | Κυριαρχούν πάλι οι τραγουδιστές-φίρμες, όπως ο Roberto Goyeneche (Ροβέρτο Γκοζενέτσε) και η Susana Rinaldi (Σουσάνα Ριναλντι) | Το τάγκο ως κοινωνικός χορός περιθωριοποιείται, ενώ επιζεί ως επίδειξη σε παραστάσεις |
1983-τώρα Η αναγέννηση του τάγκο | Υπάρχει ξανά ζήτηση για χορευτική μουσική, κάποτε σε ανάμειξη με άλλα είδη | Νέες ευκαιρίες για τραγουδιστές να εμφανιστούν με χορευτικές ορχήστρες | Το τάγκο χορεύεται ξανά σε όλον τον κόσμο |
Το τάγκο πριν το 1910
Οι ρίζες του τάγκο είναι πολλές και διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των gauchos (γκάουτσος, ενικός gaucho, ο Αργεντίνος κάου-μπόϋ) που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και συνοδευόταν από παλαμάκια και κτυπήματα με το τακούνι, το Αφρικανικής προέλευσης (από το Κογκό) candombe που παιζόταν με κρουστά και οι αντίστοιχοι χοροί του μαύρου πληθυσμού, το bel canto και η canzonetta των Ιταλών μεταναστών μαζί με το πιο εξευγενισμένο χορευτικό τους στυλ, η Ισπανο-Κουβανική habanera, το βαλς. Συγγενή είδη με το τάγκο είναι η μιλόγκα και το Αργεντίνικο βαλς (vals criollo). Η συμβολή της μουσικής των gauchos φαίνεται προπάντων στις πρώϊμες μιλόγκες, γνωστές με τον όρο milonga campera (μιλόγκα της υπαίθρου) που αργότερα μετεξελίχτηκαν στην πιό ρυθμική milonga porteña (μιλόγκα του λιμανιού, δηλ. του Μπουένος Άϊρες), ενώ η συμβολή του Αφρικανικού στοιχείου φαίνεται στην πιό ξέφρενη milonga candombera.
Τα πρώτα τάγκο παιζόντουσαν από μετανάστες στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, το τάγκο ήταν ευρέως διαδεδομένο στις λαϊκές γεοτονιές του Μπουένος Άϊρες αλλά αντιμετωπιζόταν εχθρικά από την αστική τάξη, στα προκατειλημμένα μάτια της οποίας φάνταζε σαν συνδεδεμένο με τον υπόκοσμο και τους οίκους ανοχής, σύνδεση που συχνά κάνουν συχνά διάφορες αναφορές στην ιστορία του τάγκο, που στην πραγματικότητα όμως απλώς αντανακλούν την αρχική προκατάληψη εναντίον του.[5] Ο συγγραφέας Jorge Luis Borges φέρει αρκετό βάρος της ευθύνης για την διάδοση της λανθασμένης ταύτισης των ριζών του τάγκο με τους οίκους ανοχής.
Ο τρόπος που χορευόταν τότε το τάγκο έμοιαζε με το στυλ που τώρα είναι γνωστό στην Αργεντινή ως canyengue (κανζένγκε), που χαρακτηρίζεται από το λύγισμα των γονάτων, την κλίση του σώματος προς τα μπρός, την αμοιβαία στήριξη του ζευγαριου, και την επαφή στην κοιλιά. Αυτό το στυλ είχε έντονα Αφρικανικά στοιχεία αλλά με την πάροδο του χρόνου υποχώρησε και έδωσε την θέση του σε ένα στυλ με περισσότερη μεγαλοπρέπεια.[6][7]
Η πρώτη γενιά των ερμηνευτών τάγκο αναφέρεται σαν η "Παλιά Φρουρά" (Guardia Vieja). Το πρώτο τάγκο που ηχογραφήθηκε ήταν του Angel Villoldo (Άνχελ Βιζόλντο). Η μουσική παιζόταν με όργανα που μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν: τρίο φλάουτο-κιθάρα-βιολί, με το μπαντονεόν να φτάνει περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Η διάδοση του μπαντονεόν οφειλόταν πρωτίστως στον Eduardo Arolas (Εδουάρδο Αρόλας), ενώ ο Vicente Greco (Βισέντε Γκρέκο, 1886-1924) καθιέρωσε το σεξτέτο για το τάγκο, αποτελούμενο από πιάνο, κοντραμπάσο, δύο βιολιά και δύο μπαντονεόν.
Παρά την περιφρόνηση, μερικοί το υποστήριξαν θερμά, όπως ο συγγραφέας Ricardo Güiraldes (Ρικάρδο Γκουϊράλντες), πλαίυ-μπόϋ και γόνος της Αργεντίνικης αριστοκρατίας γεωκτημόνων. Ο Güiraldes έπαιξε ρόλο στη διεθνή απήχηση του τάγκο, το οποίο κατέκτησε τον κόσμο μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η περίοδος 1910-1920 και η "ταγκομανία"
Η δεκαετία 1910-1920 είναι η περιοδος της διεθνούς "ταγκομανίας." [8] Γύρω στα 1910 το τάγκο άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούριος χορός της μόδας, από τις αστικές τάξεις, ακόμη και από την αριστοκρατία, πρώτα στο Παρίσι και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική, πράγμα που αντανακλάται σε πολυάριθμα άρθρα στον τύπο (που άλλοτε καταγράφουν τον ενθουσιασμό για τον καινούριο χορό και άλλοτε μεταφέρουν τις επικρίσεις της εκκλησίας και ακόμη και του ίδιου του Πάπα) και επίσης στα εγχειρίδια κοινωνικών χορών της εποχής, που περιλαμβάνουν και το τάγκο. Εν μέρει εξ αιτίας της διάδοσής του μεταξύ των αστών και των αριστοκρατών της Ευρώπης το τάγκο την ίδια περίοδο αρχίζει να γίνεται αποδεκτό από τις αντίστοιχες τάξεις στην Αργεντινή. Το 1911 στα εγκαίνια του καμπαρέ Salón Armenonville στο Μπουένος Άϊρες συμμετέχει και ο Vicente Greco με την ορχήστρα του.
Το 1921, στην ταινία The Four Horsemen of the Apocalypse (Οι Τέσσερεις Ιππότες της Αποκαλύψεως), ο διάσημος σταρ του κινηματογράφου της εποχής Ροντόλφο Βαλεντίνο) χορεύει ένα τάγκο, τεκμηριώνοντας έτσι την δημοτικότητα αυτού του χορού αλλά και συμβάλλοντας στην παραπέρα διάδοσή του. Πάντως το τάγκο που χορεύει δείχνει απότομο και άτεχνο, και ακόμη το χορεύει ντυμένος gaucho (γκάουτσο), δηλαδή αργεντίνος κάου-μπόϋ, όπως επιβάλλει ο ρόλος του, κάτι που δεν συνάδει με την γέννηση του τάγκο στην πόλη και από τους κατοίκους της, έστω και με ρίζες στην ύπαιθρο.
Την ίδια περίοδο το τάγκο φτάνει και στην Ελλάδα, ήδη το 1914 οι οπερέτες "Πόλεμος εν Πολέμω" του Σπύρου Σαμάρα και "Στα Παραπήγματα" του Θεόφραστου Σακελλαρίδη περιλαμβάνουν Ελληνικά τάγκο. Στα επόμενα χρόνια, και ιδίως στον μεσοπόλεμο, κυκλοφορούσαν πάνω από εκατό Ελληνικά τάγκο κάθε χρόνο.
Η περίοδος 1920-1935 και ο Κάρλος Γκαρδέλ
Στην Αργεντινή της δεκαετίας του 20 το τάγκο, εν μέρει σε αντανάκλαση της δημοτικότητάς του στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πλέον αξιοσέβαστο και ως μουσική και ως χορός από τις μεσαίες τάξεις, που είναι πλέον διατεθειμένες να συντηρήσουν αίθουσες και επαγγελματίες μουσικούς με κλασσική παιδεία.
Παράλληλα, σπουδαίοι Αργεντίνοι μουσικοί και τραγουδιστές ταξιδεύουν στην Ευρώπη, όπως ο Francisco Canaro (Φρανσίσκο Κανάρο) που φθάνει στο Παρίσι με την ορχήστρα του το 1925 και ο Carlos Gardel Κάρλος Γκαρδέλ που τραγουδά εκεί το 1928.
Ο Carlos Gardel Κάρλος Γκαρδέλ (1890-1935) είναι ο τραγουδιστής που στην Αργεντινή θεωρείται σχεδόν εθνικός ήρωας ή ημίθεος και συνδέθηκε με τη μετάβαση του τάγκο από μουσική των λαϊκών γειτονιών σε απόλυτα αποδεκτό άκουσμα για την μεσαία τάξη. Ουσιαστικά δημιούργησε το tango-canción τραγουδώντας το 1917 το "Mi Noche Triste". Τενόρος στην αρχή της καριέρας του και σχεδόν βαρύτονος αργότερα, τραγουδούσε με φωνή που χαρακτηριζόταν από δημιουργικότητα και θεατρικότητα ανάλογα με το θέμα. Έκανε πολλές ηχογραφήσεις και πρωταγωνίστησε και στον κινηματογράφο. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ατύχημα το 1935, στο απόγειο της καριέρας του ως η δημοφιλέστερη προσωπικότητα του τάγκο όλων των εποχών.
Διευθυντές ορχήστρας όπως ο Roberto Firpo (Ροβέρτο Φίρπο) και ο Francisco Canaro (Φρανσίσκο Κανάρο) αντικατέστησαν το φλάουτο με κοντραμπάσο. Τον θάνατο του Gardel ακολούθησε η εμφάνιση διαφορετικών τάσεων στο τάγκο, με τον Anibal Troilo (Ανίβαλ Τρόιλο, 1914-1975) και τον Carlos di Sarli (Κάρλος ντι Σάρλι, 1903-1960) να τείνουν προς την καινοτομία και τον Ροδόλφο Μπιάτζι και τον Χουάν Ντ'Αριένσο να τείνουν προς την παράδοση.
Η Χρυσή Εποχή, 1935-1955
Η "Χρυσή Εποχή" του τάγκο ήταν η περίοδος 1935-1955, η οποία συνέπεσε περίπου με την εποχή των μεγάλων ορχηστρών τζαζ στις Η.Π.Α.
Μερικές από τις πολλές δημοφιλείς οχρήστρες που είχαν επιρροή ήταν του Juan d'Arienzo (Χουάν Ντ'Αριένσο, 1900-1976), του Francisco Canaro (Φρανσίσκο Κανάρο, 1888-1964) και του Aníbal Troilo (Ανίβαλ Τρόιλο, 1914-1975). Ο d'Arienzo ήταν γνωστός ως el rey del compás (o βασιλιάς του ρυθμού) για τον επίμονο και σταθερό ρυθμό που παρουσιάζουν οι ηχογραφήσεις του.
Ξεκινώντας κατά τη Χρυσή Εποχή και συνεχίζοντας κατόπιν, πολλές ηχογραφήσεις έκαναν και οι ορχήστρες των Osvaldo Pugliese (Οβάλντο Πουλιέσε, 1905-1995) και Carlos di Sarli (Κάρλος ντι Σάρλι, 1903-1960). Ο di Sarli είχε πλούσιο και μεγαλοπρεπή ήχο, και τόνιζε τα έγχορδα, συμπεριλαμβανομένου του πιάνου, σε σχέση με το μπαντονεόν, όπως ακούγεται στο A La Gran Muñeca και στο Bahía Blanca (Μπαϊα Βλάνκα, το όνομα της πόλης του). Οι πρώτες ηχογραφήσεις του Osvaldo Pugliese δεν διέφεραν πολύ από τις άλλες ορχήστρες, αλλά σιγά-σιγά οι συνθέσεις του έγιναν περισσότερο περίπλοκες ρυθμικά, όπως στα χαρακτηριστικά του κομμάτια Recuerdo (Ρεκουέρδο, 1944) και La Yumba (Λα Ζούμπα, 1946). Η πιο κατοπινή μουσική του Pugliese παιζόταν για ακροατήριο και όχι για χορό, παρόλο που χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικές χορογραφίες λόγω των δραματικών της δυνατοτήτων.
Στην Ελλάδα του μεσοπολέμου γραφόντουσαν πάνω από εκατό τάγκο κάθε χρόνο, από συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης, ο Αττίκ, ο Μιχαήλ Σουγιούλ και πολλοί άλλοι, τραγουδισμένα από την την Σοφία Βέμπο, την Δανάη Στρατηγοπούλου, την Κάκια Μένδρη, τον Νίκο Γούναρη (προπάντων στην δεκαετία του 50) και άλλους.
Η περίοδος 1955-1983
Το 1955 είναι η χρονιά που στρατιωτικό πραξικόπημα ανέτρεψε τον Juan Peron και η αρχή μιας περιόδου αστάθειας και επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική που κράτησε ως το 1983. Σε αυτήν την περίοδο οι μεγάλες χορευτικές ορχήστρες παρακμάζουν καί κυριαρχούν ξανά τραγουδιστές-φίρμες (Roberto Goyeneche, Susana Rinaldi και άλλοι) που συχνά επανερμηνεύουν παλιότερες επιτυχίες αλλά, όπως και στην περίοδο 1920-1935, δεν απευθύνονται σε χορευτές.
Ο σημαντικότερος συνθέτης του τάγκο μετά την χρυσή εποχή, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους όλων των εποχών, είναι ο Astor Piazzolla (Άστορ Πιατσόλα, 1921-1992) του οποίου τα σημαντικότερα έργα ηχογραφήθηκαν από το 1960 μέχρι τον θάνατό του το 1992. Μολονότι αρχικά συνάντησε αντίδραση στην Αργεντινή, καθώς οι συνθέσεις του θεωρήθηκαν υπερβολικά νεωτερικές, είναι πλέον καθιερωμένος σαν ένας μεγάλος μουσικός. Πάντως οι συνθέσεις του, που εισάγουν στο τάγκο στοιχεία από την τζαζ και την κλασσική μουσική, μολονότι τυχαίνουν καθολικού θαυμασμού, δεν είναι κατά κανόνα κατάλληλες για χορό και χρησιμοποιούνται για αυτόν τον σκοπό σχεδόν μονάχα σε επαγγελματικές χορογραφίες.
Στο Μπουένος Άιρες τη δεκαετία του '70 έγιναν απόπειρες να αναμειχτεί το τάγκο με άλλα μουσικά είδη, όπως την τζαζ και το ροκ. Ο Litto Nebbia και οι Siglo XX ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Τα τελευταία χρόνια το Αργεντίνικο γκρουπ 020 στο άλμπουμ End of Illusions ανέμειξε ποπ-ροκ βρετανικού στυλ με nuevo tango.
Η περίοδος της αναγέννησης, από το 1983 και μετά
Το 1983 σηματοδοτεί αφ ενός την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή και αφ ετέρου την εμφάνιση της μουσικοχορευτικής θεατρικής παράστασης Tango Argentino, που περιόδευσε την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Και τα δύο γεγονότα θεωρούνται ότι συνέβαλλαν στην αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το τάγκο, ως μουσική και ως χορό, τόσο στην Αργεντινή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Ακμάζουν ξανά ορχήστρες που παίζουν κλασσικά τάγκο (Sexteto Mayor, Color Tango, και πολλές άλλες) και νέοι τραγουδιστές που ακόμη και όταν τραγουδούν καινούρια τραγούδια μένουν πιστοί στο ήθος και το ύφος του τάγκο (π.χ. ο Daniel Melingo[9]).
Άλλες πρόσφατες τάσεις μπορούν να περιγραφούν ως "ηλεκτρο-τάγκο" ή "κράμα τάγκο", όπου οι ηλεκτρονικές επιδράσεις μπορούν να είναι από ανεπαίσθητες έως κυρίαρχες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν το συγκρότημα Tanghetto, το συγκρότημα Narcotango του Carlos Libedinski, το συγκρότημα Gotan Project (με βάση το Παρίσι), το συγκρότημα Bajofondo του Gustavo Santaolala, κλπ. Κάποιοι χορευτές του τάγκο ανά τον κόσμο απολαμβάνουν να χορεύουν αυτήν την μουσική, ενώ άλλοι την θεωρούν αποξενωμένη από την μουσική και χορευτική παράδοση και την αποφεύγουν.
Άλλοι μουσικοί συνέχισαν στα ίχνη του Astor Piazzolla, χρησιμοποιώντας στο τάγκο στοιχεία από την τζαζ και από την κλασική μουσική, παραδείγματος χάριν ο Ντίνο Σαλούτσι, ο Rodolfo Mederos, ο Ενρίκε Μαρτίν Εντένσα, ο Χουάν Μαρία Σολάρε και ο Fernando Otero.
Aντίκτυπος στην μουσική και τον χορό
Ήδη από την δεκαετία του 20 πολλοί γνωστοί συνθέτες κλασσικής μουσικής επηρεάστηκαν από το τάγκο και έβαλαν στοιχεία από το τάγκο σε συνθέσεις τους. Στις μέρες μας το τάγκο έχει γίνει μέρος του ρεπερτορίου πολλών κλασσικών μουσικών. Ο βαρύτονος Jorge Chaminé, ο τσελλίστας Yo-Yo Ma, η πιανίστρια Martha Argerich, ο διευθυντής ορχήστρας Daniel Barenboim, ο βιoλιστής Gidon Kremer, ο τενόρος Placido Domingo, ο τενόρος Marcelo Álvarez και άλλοι έχουν ερμηνεύσει και ηχογραφήσει τάγκο. Εξ άλλου συνθέτες και ερμηνευτές άλλων δημοφιλών μουσικών ειδών, όπως της σάλσα, της ηλεκτρονικής ποπ, του ροκ και άλλων συχνά διαλέγονται καλλιτεχνικά με την παράδοση του τάγκο.
Παράλληλα πολλοί χορογράφοι έχουν εμπνευστεί από το τάγκο, ενδεικτικά ο Maurice Béjart, ο Paul Taylor, η Pina Bausch και άλλοι.
Τάγκο και Ρεμπέτικα
Αρκετοί[10] έχουν επισημάνει κάποιες συγγένειες μεταξύ του τάγκο και των Ρεμπέτικων, όχι βέβαια στην μουσική αλλά στο περιεχόμενο των στοίχων και την συσχέτιση της προέλευσης με το κοινωνικό περιθώριο. Αυτές οι συγγένειες πάντως δεν πρέπει να υπερτιμώνται γιατί το τάγκο του 20ού αιώνα είναι βασικά ένα έντεχνο μουσικό είδος με διαταξική απήχηση, και οι αναφορές των στοίχων στις εμπειρίες ανθρώπων του περιθωρίου συνιστούν περισσότερο νοσταλγικό ρομαντισμό για το ήθος μιας άλλης εποχής παρά άμεση έκφραση αυτού του ήθους.
Χορός
Το τάγκο ως χορός[5] γεννήθηκε προς το τέλος του 19ου αιώνα στις λαϊκές γειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο και προήλθε από συνένωση Ευρωπαϊκών, Νοτιοαμερικανικών και Αφρικανικών στοιχείων. Την περίοδο 1910-1920 διαδόθηκε και έγινε μόδα στην αστκή τάξη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και αυτό συνέτεινε να γίνει αποδεκτό και από τους αστούς του Μπουένος Άϊρες. Ύστερα από μια περίοδο ύφεσης (περίπου 1920-1935) οπότε κυριάρχησε το τάγκο ως τραγούδι, ακολούθησε η χρυσή εποχή (περίπου 1935-1955) οπότε μεγάλες ορχήστρες έπαιζαν τάγκο κατάλληλα για χορό. Ακολούθησε άλλη μια περίοδος ύφεσης (περίπου 1955-1983) εξ αιτίας ενός συνδυασμού παραγόντων (συχνά αναφέρονται το βαρύ πολιτικό κλίμα στην Αργεντινή και η εμφάνιση του ροκ-εντ-ρολ). Γύρω στο 1983, με την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή, η θεατρική μουσικοχορευτική παράσταση Tango Argentino, στη οποία συμμετείχαν μερικοί από τους καλλύτερους μουσικούς (Sexteto Mayor) και χορευτές (Juan Carlos Copes και άλλοι), ταξείδεψε σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική και σημάδεψε και εν μέρει προκάλεσε την αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το τάγκο, τόσο στην Αργεντινή όσο και σε όλον σχεδόν τον κόσμο. Το ενδιαφέρον για το τάγκο συνεχίζεται αμείωτο μέχρι σήμερα.
Το τάγκο χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα κοντά, και μολονότι η αγκαλιά μπορεί κάποτε να χαλαρώνει για να εκτελεστούν κινήσεις που το απαιτούν, κατά κανόνα δεν σπάει. Είναι έντονα αυτοσχεδιαστικό με σαφώς διακριτούς ρόλους για τον καβαλλιέρο και την ντάμα, όπου ο καβαλλιέρος με την κίνησή του του του προτείνει κινήσεις στην ντάμα στις οποίες τελικά προσαρμόζεται ο ίδιος. Έτσι, όταν χορεύεται από έμπειρους χορευτές, συνιστά έναν διάλογο του ζευγαριού με αφορμή την μουσική, γιατί, σε αντίθεση με άλλους χορούς, δεν έχει τυποποιημένα βήματα και φιγούρες αλλά μάλλον ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο και ένα αντίστοιχο συντακτικό που επιτρέπει τον αυτοσχεδιαστικό σχηματισμό χορευτικών φράσεων σχεδόν απεριόριστης ποικιλίας ανάλογα με την μουσική, την διάθεση του ζευγαριού και τον διαθέσιμο χώρο στην πίστα. Στο τάγκο της χρυσής εποχής (περίπου 1930-1955) καβαλλιέρος και ντάμα κρατούν ο καθένας ισορροπία ανεξάρτητα από τον άλλον. Με την αναγέννηση του τάγκο από το 1983 και μετά, συνυπάρχει η τάση διατήρησης του κλασσικού στυλ της χρυσής εποχής με την τάση να εισαχθούν νέα στοιχεία όπως η αλληλοεξάρτηση ισορροπίας με το ζευγάρι να ακουμπά στο πάνω μέρος του σώματος σε σχήμα Λ ή να κρατιέται από τα χέρια σε σχήμα V. Αλλά ασχέτως στυλ, το τάγκο μετά το 1983 είναι ένας χορός που συνήθως μαθαίνεται από δασκάλους (περίφημοι είναι οι Αργεντίνοι δάσκαλοι-χορευτές Juan Carlos Copes, Fabian Salas, Mariano "Chicho" Frumboli, Gustavo Naveira, Pablo Veron και πολλοί άλλοι) ενώ στην Αργεντινή της χρυσής εποχής οι χορευτές ήταν αυτοδίδακοι και αλληλοδιδασκόμενοι.
Στην Αργεντινή, αλλά και όπου αλλού στον κόσμο υπάρχουν θιασώτες του Αργεντίνικου τάγκο, το τάγκο ως κοινωνικός χορός χορεύεται προπάντων σε συναθροίσεις για τις οποίες έχει επικρατήσει το όνομα μιλόγκα (milonga). Εκτός από τάγκο εκεί χορεύεται και βαλς (αλλά με κινησιολογία παρμένη από το τάγκο) και μιλόγκα (ένας συνήθως πιό ρυθμικός και γρήγορος χορός που μοιράζεται το όνομά του με αυτό της χορευτικής συνάθροισης). Σε μια μιλόγκα ακολουθούνται συνήθως ειδικοί παραδοσιακοί κανόνες όσον αφορά την συμπεριφορά των χορευτών και τις επιλογές του ντι-τζέϊ, που αποσκοπούν στο να διευκολύνουν τον χορό, ακόμη και μεταξύ αγνώστων, αλλά και να αποτρέψουν ανάρμοστες συμπεριφορές. Η μουσική είναι προπάντων από την Αργεντινή της χρυσής εποχής, αλλά κάποτε και παλιότερη και κάποτε και πιό πρόσφατη, άλλοτε στο παραδοσιακό στυλ, άλλοτε από το νεωτερικό ρεπερτόριο του nuevo tango, και κάποτε ακόμη και από άλλα ειδη (οπότε χαρακτηρίζεται "alternative"/"εναλλακτική") όπως ποπ/ροκ. Κατά κανόνα πάντως κάθε μιλόγκα θεραπεύει μια συγκεκριμένη μουσική προτίμηση και η παραδοσιακή μουσική κυριαρχεί.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 άρχισε και στην Ελλάδα να αναπτύσσεται ενδιαφέρον για το αργεντίνικο τάγκο, με παράλληλη εμφάνιση στην Αθήνα των πρώτων δασκάλων (Ελλήνων και Αργεντίνων) και σχολών, ανθρώπων που ήθελαν να κάνουν το τάγκο χόμπυ και αιθουσών όπου μπορούσε κανείς να χορέψει. Προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα το τάγκο είχε πλέον διαδοθεί και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας και είχε έναν σημαντικό (αν και ποσοστιαία μικρό σε σχέση με τον πληθυσμό) αριθμό αφωσιωμένων οπαδών που ήταν διατεθειμένοι να μάθουν να χορεύουν έναν σχετικά δύσκολο χορό και να τον κάνουν χόμπυ.[11][12][13] Το 2010 στην Αθήνα υπήρχαν περισσότερες από δέκα μιλόγκες που κάθε μια τους λειτουργούσε τακτικά μια φορά την εβδομάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου